κακοδαιμοσύνη

κακοδαιμοσύνη
κᾰκοδαιμ-οσύνη, ,
A = κακοδαιμονία 11, Hippod. ap. Stob.4.1.95, Ael. Fr.110.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοδαιμοσύνη — κακοδαιμοσύνη, ἡ (Α) [κακοδαίμων] κακοδαιμονία …   Dictionary of Greek

  • κακοδαιμοσύνῃ — κακοδαιμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδαιμοσύναν — κακοδαιμοσύνᾱν , κακοδαιμοσύνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”